θερίστρια

From LSJ
Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερίστρια Medium diacritics: θερίστρια Low diacritics: θερίστρια Capitals: ΘΕΡΙΣΤΡΙΑ
Transliteration A: therístria Transliteration B: theristria Transliteration C: theristria Beta Code: qeri/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of θεριστήρ, Ar.Fr.788.

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ, fem. zu θεριστήρ, Ar. bei Poll. 7, 150.

Greek (Liddell-Scott)

θερίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ θεριστὴρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 618.

Greek Monolingual

και θερίστρα, η (ΑΜ θερίστρια)
αυτή που θερίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θεριστήρ].

Russian (Dvoretsky)

θερίστρια: ἡ жница Arph.