θιασίτης
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
[σῑ], ου, ὁ,= θιασώτης, IG12(5).872.60 (Tenos), SIG1108 (Callatis), etc.:—fem. θῐᾰσ-ῖτις, ιδος, ἡ, Kastriotis Κατάλ. περιγραφικός, Γλυπτὰ τοῦ Ἐθνικοῦ Μους. (1908) No.1485 (pl., Nicaea, iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1211] ὁ, = θιασώτης, Poll. 6, 8; nach Moeris hellenistisch; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
θιᾰσίτης: -ου, ὁ, = θιασώτης, Ἐπιγραφ. Τήνου ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 60, Πολυδ. Ϛ΄, 8.
Greek Monolingual
θιασίτης, ὁ, θηλ. θιασῑτις (Α) θίασος
επιγρ. θιασώτης, μέλος θρησκευτικού θιάσου.