θυγατροθετώ

From LSJ
Revision as of 09:48, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

θυγατροθετῶ, -έω (Μ)
παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + -θετώ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο-θετώ, υιο-θετώ].