θρηνολόγος

From LSJ
Revision as of 09:46, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-ο
αυτός που θρηνολογεί, ο μοιρολογητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -λογος < λόγος (πρβλ. ακριβο-λόγος, γενεα-λόγος)].