οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
ἰατρολογῶ, -έω (Α)πραγματεύομαι περί ιατρικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + -λογώ (< -λογος < λόγος), πρβλ. ετυμο-λογώ, μονο-λογώ].