ἱερόμυρτος
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
ἡ, = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144.
German (Pape)
[Seite 1241] ἡ, Pflanze, = ὀξυμυρσίνη, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόμυρτος: ἡ, = ὀξυμυρσίνη, Διοσκ. 4. 146.
Greek Monolingual
ἱερόμυρτος, ἡ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + μύρτος.