ἱερακίτης

Revision as of 23:37, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ,    A stone of the colour of a hawk's neck, Plin.HN37.167, Gal.12.207, PMag.Par.2.221.    II = ἱεράκιον 1, ib.1.901.

German (Pape)

[Seite 1240] ὁ, eine Steinart, Habichtstein, Plin. H. N. 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερᾱκίτης: ὁ, λίθος ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ τραχήλου ἱέρακος, Πλιν. Ν. Η. 37. 60.

Spanish

piedra del color del cuello de un halcón

Greek Monolingual

ἱερακίτης, ὁ (Α) ιέραξ
1. είδος λίθου που έχει το χρώμα του λαιμού του γερακιού
2. το βότανο ιεράκιο.