ἱερακίτης
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
[ῑτ], ου, ὁ,
A stone of the colour of a hawk's neck, Plin.HN37.167, Gal.12.207, PMag.Par.2.221.
II = ἱεράκιον 1, ib.1.901.
German (Pape)
[Seite 1240] ὁ, eine Steinart, Habichtstein, Plin. H. N. 37, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκίτης: ὁ, λίθος ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ τραχήλου ἱέρακος, Πλιν. Ν. Η. 37. 60.
Spanish
piedra del color del cuello de un halcón
Greek Monolingual
ἱερακίτης, ὁ (Α) ιέραξ
1. είδος λίθου που έχει το χρώμα του λαιμού του γερακιού
2. το βότανο ιεράκιο.
Léxico de magia
ὁ piedra del color del cuello de un halcón ὥρᾳ δεκάτῃ μορφὴν ἔχεις ... γεννᾷς δένδρον ... λίθον ἱερακίτην en la hora décima tienes forma .... engendras un árbol .... una piedra del color del cuello de un halcón (ref. al sol según las horas) P III 528