Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ικμαλέος

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194

Greek Monolingual

ἰκμαλέος, -α, -ον (Α)
1. υγρός, νοτερός
2. (για το ήπαρ) αυτός που είναι γεμάτος υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς + επίθημα -αλέος (πρβλ. βραγχ-αλέος, διψ-αλέος)].