ιοστεφής

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

-ές
ιοστέφανος («ιοστεφές άστυ» — η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις του ορίζοντά της).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο-στεφής, λευκο-στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία].