γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
ἰλλώπτω (Α)·. ιλλωπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + -ώπτω (πρβλ. ηρ-ώπτω, σκ-ώπτω)].