μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἰλλωπίζω (Α)ιλλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + -ωπίζω (< -ωψ < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. καλλωπίζω, μυωπίζω].