ιλλωπίζω

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἰλλωπίζω (Α)
ιλλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + -ωπίζω (< -ωψ < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. καλλωπίζω, μυωπίζω].