διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
ἱππάσιον, το (Μ)
υποκορ. του ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -άσιον (πρβλ. κορ-άσιον, λοιβ-άσιον)].