ισοεπής

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

ἰσοεπής, -ές (Α)
ίσος κατά την ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισ(ο)- + -επής (< ἔπος), πρβλ. δεινο-επής, ψευδο-επής].