ισοεπής

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

ἰσοεπής, -ές (Α)
ίσος κατά την ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισ(ο)- + -επής (< ἔπος), πρβλ. δεινοεπής, ψευδοεπής].