ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)ίσος με άλλον κατά το μήκος («ἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)αρχ.(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο-μήκης, στενο-μήκης].