Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ἰσόκοιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σε όλα τα σημεία την ίδια κοιλότητα («ἰσόκοιλος αὐλός», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κοιλος (< κοῖλος), πρβλ. μεσό-κοιλος, ορθό-κοιλος].