φιλοπεύστης
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = φιλοπευθής, Ptol.Tetr.160.
German (Pape)
[Seite 1283] ὁ, = φιλοπευθής, Ptolem.