καθαρολόγος
From LSJ
Greek Monolingual
ο
αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο-λόγος, ακριβο-λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο].