καλλιρόας

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek (Liddell-Scott)

καλλιρόας: ὁ, = καλλίρους, Ἀλφεὸν παρὰ καλλιρόαν Βακχυλ. Χ, 26· Λοῦσον ποτὶ καλλιρόαν αὐτόθι 96.

Greek Monolingual

καλλιρόας, ὁ (Α)
ο καλλίρρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ροας (< ῥοή, πρβλ. δωρ. τ. ῥοά < ῥέω), πρβλ. ακαμαντο-ρόας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιρόας en καλλίροος -οον poët. voor καλλίρροος.