καλόβολος
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
-η, -ο
καλόγνωμος, συγκαταβατικός, βολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βολος (< βολή [II]), πρβλ. ά-βολος, κακό-βολος].