Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
οαυτός που κρατά καλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. αρματο-φόρος, αχθο-φόρος.