ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
οαυτός που κρατά καλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. αρματοφόρος, αχθοφόρος.