κανονιέρης
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Greek Monolingual
ο
1. πυροβολητής
2. μτφ. α) αυτός που συστηματικά αποφεύγει να εξοφλεί τα χρέη του, χρεωκοπημένος
β) αυτός που απουσιάζει συστηματικά και αδικαιολόγητα από την εργασία του, κυρίως για μαθητές
γ) μαθητής που απέτυχε στα μαθήματα, που απορρίφθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. canonnier < canon (πρβλ. κανόνι [Ι]) + κατάλ. -ier].