καταδίκη

Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A judgement given against one, sentence, Epich.148.5, Plb.25.3.1 (pl.), LXX Wi.12.27, Phld.Rh.1.12S., Act.Ap.25.15, Plu.Cor.29, PGnom.208 (ii A. D.); κ. εἰς μονομάχους Artem.4.65.    2 damages or fine, Th.5.49, 50, D.47.52, PHal.1.52 (iii B.C.); μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς κ. IG 12(8).267.16 (Thasos, iii B.C.), cf. Tab.Heracl.1.156 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, Verurtheilung, Bestrafung; Epicharm. bei Ath. II, 36 d; πρὸς καταδίκας ἐκπεπτωκότες, verbannt, Pol. 26, 5, 1; Sp., wie Plut. adv. Col. 32. – Die Strafe, Luc. D. Mort. 10 E.; bes. Geldstrafe, ἡ κατ. δισχίλιαι μναῖ ἦσαν Thuc. 5, 49; ἐκτετικέναι, ἀπολαβεῖν, Dem. 21, 91. 47, 52 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

καταδίκη: ῐ, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχαρμ. 99 Ahr.· ἡ χρηματικὴ ποινή, ἀποζημίωσις, Θουκ. 5. 49, 50, Δημ. 1155. 2· μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς καταδίκης Συλλ. Ἐπιγρ. 2161. 16, πρβλ. 2556. 52., 5774. 156.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 condamnation;
2 punition, peine, particul. amende.
Étymologie: κατά, δίκη.

Greek Monolingual

η (AM καταδίκη)
1. επιβολή ποινής
2. η τιμωρία ή η ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριο
νεοελλ.
μεγάλη δοκιμασία, μαρτύριο, ταλαιπωρία, συμφοράσέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη», Βαλαωρ.)
αρχ.
χρηματική ποινή, αποζημίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δίκη.

Greek Monotonic

καταδίκη: [ῐ], ἡ, καταδίκη· χρηματική ποινή, αποζημίωση, σε Θουκ.