Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαρτύριο

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

το (AM μαρτύριον)
1. αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο (α. «τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι το ισχυρότερο μαρτύριο της ενοχής του» β. «μαρτύριον δέ
Δήλου γὰρ καθαιρομένης...», Θουκ.)
2. κακοποίηση ή βασανιστήριο μέχρι θανάτου («οι χριστιανοί υπέστησαν πολλά μαρτύρια για την πίστη τους)
3. ο βίος ενός μάρτυρα της Εκκλησίας
4. ο τόπος όπου φυλάσσονται τα λείψανα ενός μάρτυρα της Εκκλησίας
5. κτίσματα που ανήγειραν οι πρώτοι χριστιανοί στους τάφους τών μαρτύρων
6. στον πληθ. τα Μαρτύρια
το Μαρτυρολόγιο
7. φρ. «οδός μαρτυρίου» — ο δρόμος που ακολούθησε ο Χριστός, φορτωμένος τον σταυρό, μέχρι τον Γολγοθά
νεοελλ.
φρ. α) «οδός μαρτυρίου» — επίπονες προσπάθειες για επίτευξη ενός σκοπού
β) «το μαρτύριο του Ταντάλου» — ταλαιπωρία από ανικανοποίητη δίψα
νεοελλ.-μσν.
ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία, βάσανο («έχει καταντήσει μαρτύριο η ζωή της μαζί του»)
μσν.-αρχ.
ο δεκάλογος του Μωυσή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαρτυρώ].