καταχρώζω

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώζω: τῷ ἑπομένῳ.

French (Bailly abrégé)

c. καταχρώννυμι.
Étymologie: κατά, χρῴζω.

Greek Monolingual

καταχρώζω (AM)
άλλος τ. του καταχρώννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώζω «χρωματίζω»].

Greek Monotonic

καταχρώζω: ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.