κάφτρα

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

Greek Monolingual

και καύτρα, η
1. η αναμμένη άκρη του τσιγάρου
2. η απανθρακωμένη άκρη του φιτιλιού
3. στάχτη που δεν είναι τελείως σβησμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάφ- (πρβλ. κάφτω) + κατάλ. -τρα (πρβλ. άφ-τρα, κόφ-τρα). Ο τ. καύτρα < θ. καυ- (πρβλ. καύ-σω, μέλλ. του καίω) + κατάλ. -τρα].