κεραμαῖος

From LSJ
Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

German (Pape)

[Seite 1419] = κεράμεος, ἀγγεῖα, f. L. Pol. 10, 44, 2, Bekk. κεράμεα. Vgl. Lob. Phryn. 147.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμαῖος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. κεραμεοῦς, κεραμεῖον.

Greek Monolingual

κεραμαῑος, -ία, -ον (Α) κέραμος
κεραμεούς.

Russian (Dvoretsky)

κερᾰμαῖος: Polyb. = κεράμεος.