κεφαλόδεμα

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα)
μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό
νεοελλ.
1. επίδεσμος του κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων
2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται το κεφάλι όρθιο, κεφαλορθωτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ (ό)- + -δέμα (< δέμα < δένω), πρβλ. αλυσό-δεμα, κομπό-δεμα].