κιονόβαθρο

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

το
η βάση του κίονα, ο κιονοστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -βαθρο (< βάθρον), πρβλ. τοιχό-βαθρο, υπό-βαθρο].