ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
το
το οστό της κλείδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + -κόκαλο (< κόκαλο), πρβλ. ραχο-κόκαλο, ψαρο-κόκαλο].