κλείσμα

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

το (AM κλεῖσμα) κλείω (Ι)]
1. περίφραγμα, φράχτης
2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος
νεοελλ.-μσν.
1. περίβολος
2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος
νεοελλ.-μσν.
1. περίβολος
2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός.