εἶπα
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
[Seite 733] aor. I, statt des gew. εἶπον, w. m. s.
ao. de ἔπω.
(AM εἶπον και εἶπα)
αόρ. του ρ. λέγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έπος].
εἶπα: αόρ. αʹ εἶπον, προστ. εἶπον, μτχ. εἴπας.