η και κολά, τοβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη μαλβώδη, οικογένεια στερκουλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cola ή kola (αφρικ. προελεύσεως). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].