κοπροσκούληκας

From LSJ
Revision as of 13:51, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source

Greek Monolingual

ο
1. σκουλήκι που ζει στην κοπριά
2. (για πρόσ.) κοπρίτης, κοπρόσκυλο, άνθρωπος που δεν απομακρύνεται από το σπίτι του για να βρει δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκούληκ-ας (< σκουλήκι + μεγεθ. κατάλ. -ας, πρβλ. λέλεκ-ας, μέρμηγκ-ας)].