κοντόσωμος

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

-η, -ο
κοντός στο ανάστημα, μικρόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλό-σωμος, μικρό-σωμος].