κοντόσωμος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
-η, -ο
κοντός στο ανάστημα, μικρόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλόσωμος, μικρόσωμος].