κοντυλομάχαιρο

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

και κονδυλομάχαιρο, το (Μ κονδυλομάχαιρο[ν]
μαχαιράκι για το ξύσιμο κοντυλιού ή μολυβιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + μαχαίρι (πρβλ. τραπεζο-μάχαιρο, χασαπο-μάχαιρο)].