φρυνολόγος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ὁ,
A toad-catcher, or φρυνολόχος, ὁ, (λοχάω) lying in wait for toads, a species of hawk, perh. marsh-harrier, Id.HA620a21.
Greek (Liddell-Scott)
φρῡνολόγος: -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· (λοχάω)· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. ὄνομα ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1.