λοχάω
English (LSJ)
Ep. aor. subj. Med. λοχήσομαι Od.4.670:—
A lie in wait for, waylay, Τηλέμαχον λοχόωντες 16.369, cf. 4.847; ἦ μέν μιν λοχόωσι 13.425; τὸν δὲ… οἴκαδ' ἰόντα λοχῶσιν 14.181; αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι 4.670; ἐλόχησαν τὰς γυναῖκας Hdt.6.138; σε… λοχῶσιν… Ἐρινύες S.Ant.1075.
2 abs., lie in wait, ambush, ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι Il.18.520; λοχᾷ ἐπὶ δένδρεον ἀναβάς Hdt.4.22; πρὸς δόμοις λοχᾷς ἐμοῖς E.El.225; πρὸς τοῖσι βωμοῖς Pherecr.141: but mostly in aor. part. with another Verb, ὄφρα… σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας Od.22.53; λοχήσαντες τὴν νέα εἷλον Hdt.6.87, cf. 37; λοχήσας… πολλοὺς διέφθειρεν Th.1.65, cf. 3.94:—Med., λοχησάμενος Od.4.388, 463; ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος 13.268; later also λοχώμενος, λελοχημένος, in ambush, A.R.1.991, 3.7.
3 c. acc. loci, occupy with an ambuscade, ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδόν Hdt.5.121.
4 metaph., οἷον λοχῶντες τὴν πρὸς Ῥωμαίους φιλίαν laying a trap of friendship for them, Plb.3.40.6.—Rare in good Att. (v. Th. ll. cc.), but freq. in late Prose, as Plb. l. c., D.H.2.55, al., Plu.Ant.46:—Pass., Epicur.Nat.15.22, J.BJ3.6.2:—Med. only in Ep.
French (Bailly abrégé)
λοχῶ :
f. λοχήσω, ao. ἐλόχησα, pf. inus.
Pass. inus.
1 dresser des embûches : τινα, à qqn;
2 occuper ou intercepter par une embuscade : ὁδόν HDT une route;
Moy. λοχάομαι, λοχῶμαι (f. λοχήσομαι, ao. ἐλοχησάμην, pf. λελόχημαι) se mettre en embuscade : τινά, tendre des embûches à qqn.
Étymologie: λόχος.
German (Pape)
durch einen Hinterhalt auflauern, aufpassen; τινά, Τηλέμαχον λοχόωντες, Od. 16.369; Her. 6.37, 87, 183; Thuc. 1.65; Dion.Hal. 1.80; Her. vrbdt es auch mit dem accus. des Ortes, mit einem Hinterhalte belegen, ἐλόχησαν τὴν ἐν Πεδάσῳ ὁδόν, 5.111; absol., einen Hinterhalt legen, ὅθι σφίσιν εἰκε λοχῆσαι, Il. 18.520.
Med. sich in Hinterhalt legen, ὄφρα μιν αὐτὸν λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω, Od. 4.670, ὄφρα μ' ἕλοις ἀέκοντα λοχησάμενος, 4.463, öfter, auch ohne Casus, 13.286; sp.D., wie Ap.Rh. 2.967; ἐπ' ἀρσιπόδεσσι, λαγωοῖς ἔφθιτο – λοχησάμενος Ep.adesp. 647 (VII.717); λελοχημένοι, versteckt, Ap.Rh. 3.7, 168. – Eigentümlich sagt Pol. 3.40.6 λοχᾶν τὴν πρὸς Ῥωμαίους φιλίαν, den Römern unter dem Schein der Freundschaft nachstellen.
Russian (Dvoretsky)
λοχάω:
1 тж. med. устраивать засаду, подстерегать, нападать из-за угла (τὸν οἴκαδ᾽ ἰόντα Hom.; γυναῖκας Her.): λοχήσαντες τὴν νέα εἷλον Her. устроив засаду, (эгинцы) захватили (афинский) корабль;
2 преграждать засадой (τὴν ὁδόν Her.);
3 перен. устраивать ловушку: λ. τὴν πρὸς Ῥωμαίους φιλίαν Polyb. прикинувшись друзьями, устроить римлянам ловушку.
Greek (Liddell-Scott)
λοχάω: μέλλ. -ήσω· παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως μέλλ. -ήσομαι, κτλ. ἴδε κατωτ.· (λόχος), ἐνεδρεύω, παραφυλάττω, «παραμένω», μετ’ αἰτ., Τηλέμαχον λοχόωντες Ὀδ. Φ. 369, πρβλ. Δ. 847· ἦ μέν μιν λοχόωσι Ν. 425· τὸν δὲ οἴκαδ’ ἰόντα λοχῶσιν Ξ. 181· αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι Δ. 670· ἐλόχησαν τὰς γυναῖκας Ἡρόδ. 6. 138 σε λοχῶσιν... Ἐρινύες Σοφ. Ἀντ. 1075· λοχᾷς ἐμὲ Εὐρ. Ἠλ. 225. 2) ἀπολ., ὅθι σφίσιν εἶπε λοχῆσαι Ἰλ. Σ. 520· ἀναβὰς ἐπὶ δένδρον λοχᾷ Ἡρόδ. 4. 22· πρὸς τοῖς βωμοῖς Φερεκρ. ἐν Τυραννίδι» 2· - ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. ἀορ. μετ’ ἄλλου τινὸς ῥήματος, ὄφρα .. σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας Ὀδ. Χ 53· λοχήσαντες τὴν νῆα εἷλον Ἡρόδ. 6. 87, πρβλ. 37· λοχήσας.. πολλοὺς διέφθειρεν Θουκ. 1. 65, πρβλ. 3. 94, Εὐρ. Ἄλκ. 846· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λοχησάμενος Ὀδ. Δ. 388, 463· ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος Ν. 268· λοχώμενος, λελοχημένος, ἐνεδρεύων, ἐν ἐνέδρᾳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 991., Γ. 7. 3) μετ’ αἰτ. τόπου, ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδὸν Ἡρόδ. 5. 121. 4) μεταφ., λοχᾶν τὴν πρὸς Ῥωμαίους φιλίαν, στήνω παγίδα φιλίας δι’ αὐτούς, Πολύβ. 3. 40, 6. - Τὸ ῥῆμα εἶναι σπάνιον ἐν τῷ ἀκραιφνεῖ Ἀττ. λόγῳ (ἴδε Θουκυδ. ἔνθ. ἀνωτ.), συχνότατον παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις ὡς Πολυβ., Διον. Ἁλ., κτλ.· τὸ μέσ. εὔχρηστον μόνον παρ’ Ἐπικ. ποιηταῖς.
English (Autenrieth)
(λόχος), aor. inf. λοχῆσαι, mid. fut. λοχήσομαι, aor. part. λοχησάμενος: act. and mid., lie in ambush, lie in wait for, waylay, τινά, Od. 13.425.
Greek Monotonic
λοχάω: μέλ. λοχήσω, Επικ. επίσης λοχήσομαι· αόρ. ἐλόχησα· Επικ. γʹ πληθ. λοχόωσι, μτχ. λοχόων (λόχος)·
1. ενεδρεύω, παραφυλάω, παγιδεύω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. απόλ., παραφυλάω ή στήνω ενέδρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· κυρίως σε μτχ. αορ. μαζί με άλλο ρήμα, λοχήσας πολλοὺς διέφθειρεν, σε Θουκ. — Μέσ., λοχησάμενος, σε Ομήρ. Οδ.
3. με αιτ. τόπου, καταλαμβάνω στήνοντας ενέδρα, ἐλόχησαν τὴν ὁδόν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
λοχάω, λόχος
1. to lie in wait for, to watch, waylay, entrap, Od., Hdt.
2. absol. to lie in wait or ambush, Il., Hdt.; in aor1 part. with another Verb, λοχήσας πολλοὺς διέφθειρεν Thuc.; Mid., λοχησάμενος Od.
3. c. acc. loci, to occupy with an ambuscade, ἐλόχησαν τὴν ὁδόν Hdt.
Lexicon Thucydideum
insidias locare, to lay an ambush, 1.65.2, 3.94.1.