κοτρώνα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
η
μεγάλος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτρώνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, κουτάλ-α)].