Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιεκτομή

From LSJ
Revision as of 13:53, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. πλήρης απόσπαση ενός κρανιακού κρημνού κατά τη διάρκεια νευροχειρουργικών επεμβάσεων
2. ειδική εγχείρηση που συνίσταται στην αφαίρεση ενός τμήματος του θόλου του κρανίου ή λωρίδων οστού από τις μετωποκροταφικές χώρες με σκοπό να καταστεί δυνατή η ελεύθερη ανάπτυξη του εγκεφάλου σε περιπτώσεις πρόωρης συνοστέωσης τών ραφών του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniectomie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -ectomie (< λατ. -ectomia < ἐκτομή)].