εγχείρηση

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

και εγχείριση, η (AM ἐγχείρησις)
απόπειρα, εγχείρημα
νεοελλ.
χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση βλάβης ή τον ακρωτηριασμό νοσούντος οργάνου
μσν.
στρατιωτική επιχείρηση.