Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
-ιά, -ί
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος
2. το ουδ. ως ουσ. το κρεατί
το χρώμα του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρώμα -ής (πρβλ. θαλασσ-ής, κανελ-ής)].