Κρονιών
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Κρονιών, -ώνος, ὁ (Α)
ονομασία μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + κατάλ. -ιών, δηλωτική ονομασιών μηνών (πρβλ. Ελευθερ-ιών, Εππ-ιών)].