Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
κύρωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Εὐστ. Πονημ. 230. 16.
κύρωμα, τὸ (Μ) κυρώ η κύρωση.
[ῡ], τό, = κύρωσις, Eust.