κυρτευτής

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144

German (Pape)

[Seite 1537] ὁ, = Vorigem, Qu. Maec. 5 (VI, 230).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur à la nasse.
Étymologie: κύρτη.

Greek Monolingual

κυρτευτής, ὁ (Α)
κυρτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το ἁλιευτής.

Greek Monotonic

κυρτευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την κύρτη, σε Ανθ.