μελλοφωτιστής

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

μελλοφωτιστής, ὁ (Α)
ο υποψήφιος να βαπτιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + φωτιστής (< φωτίζω), πρβλ. πολυ-φωτιστής.