λευκοχίτωνος

From LSJ
Revision as of 20:03, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοχίτωνος Medium diacritics: λευκοχίτωνος Low diacritics: λευκοχίτωνος Capitals: ΛΕΥΚΟΧΙΤΩΝΟΣ
Transliteration A: leukochítōnos Transliteration B: leukochitōnos Transliteration C: lefkochitonos Beta Code: leukoxi/twnos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A white-coated, ἥπατα Batr.37.

Greek Monolingual

λευκοχίτωνος, -ον και λευκοχίτων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ή φορεί λευκό χιτώνα.

Greek Monotonic

λευκοχίτωνος: [ῐ], -ον, ὁ, ἡ, ντυμένος με λευκό χιτώνα, σε Βατραχομ.